ψαλμωδώ

ψαλμωδώ
ψαλμῳδῷ, -έω, ΝΜΑ [ψαλμωδός]
ψάλλω εκκλησιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
συνθέτω ψαλμούς
αρχ.
(κυρίως παθ.) ψαλμῳδοῡμαι, -έομαι
άδομαι ως ψαλμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψαλμῳδῶ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῳδῷ — ψαλμῳδός psalmist masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμώδημα — τὸ, Μ [ψαλμῳδῶ] το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους …   Dictionary of Greek

  • ψαλτωδώ — έω, Α [ψαλτῳδός] ψαλμωδώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”